- ψυχοπονώ
- ψυχοπονώάω 1. μετ. сочувствовать (кому-л.);2. αμετ. быть милосердным, сострадательным, отзывчивым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψυχοπονώ — ψυχοπονῶ, έω, ΝΜ, και ψυχοπονάω, μέσ. και ψυχοπονιέμαι, Ν (ενεργ. και μέσ.) συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, τόν συμπονώ μσν. αισθάνομαι ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πονῶ (< πόνος < πόνος)] … Dictionary of Greek
ψυχοπονώ — και ψυχοπονάω ψυχοπόνεσα, συμπονώ, συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, ευσπλαχνίζομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… … Dictionary of Greek